Ο ΚΑΤΗΧΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

2013-07-06 17:18

Σεβασμιότατε, σεβαστοί μου Πατέρες, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, υπεύθυνοι για το κατηχητικό έργο αυτής της Μητροπόλεως,
          Δε βρίσκομαι ανάμεσά Σας, με σκοπό να κάνω μιὰ διάλεξη ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Άλλωστε και οι ακαδημαϊκές διαλέξεις έχουν κι’ αυτές τη θέση τους. Έχω όμως την εντύπωση ότι η αγάπη του Ποιμενάρχη Σας προς Εσάς, η αγάπη Σας επίσης για τα παιδιά και τους νέους που έχετε την τιμή και την ευλογία από το Θεό να κατηχείτε, πράγμα σοβαρό καὶ επίπονο, αλλάζουν το χαρακτήρα αυτής της συνάντησής μας σε μία εκκλησιαστική εμπειρία, ώστε να νιώσουμε πιο έντονα ίσως από ότι στις συναντήσεις ακαδημαϊκού χαρακτήρα, μέλη ο ένας του άλλου.

Οφείλω καταρχήν να Σας ευχαριστήσω Σεβασμιότατε για την τιμή και την επιλογή στο πρόσωπό μου να διαπραγματευτώ ένα θέμα δύσκολο, αλλά που έχει να κάνει με μία σπουδαία λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, όπως αυτήν της Κατήχησης και ελπίζω η ανάπτυξη του θέματός μου να μην είναι πολύ κατώτερη των προσδοκιών Σας.
Αν μπορούσαμε να «δούμε», έτσι ανθρωποπαθώς το λέγω, κάθε τοπική Εκκλησία σαν ένα τεράστιο ανθρώπινο σώμα που να καλύπτει το γεωγραφικό της εμβαδόν, μπορούμε να θυμηθούμε τον Πατέρα της Εκκλησίας που λέει ότι Κεφαλή του σώματος αυτού είναι ο επίσκοπος, οι Οφθαλμοί της Κεφαλής είναι οι κληρικοί του, η ωραιότατη Κόμη της Κεφαλής είναι οι μοναχοί και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος είναι οι πιστοί. Άρα καταλαβαίνουμε πόσο αλληλένδετοι είμαστε μεταξύ μας, και πόσο οφείλουμε να ζούμε αυτή την ευλογημένη αλληλεξάρτηση και να τη μεταδίδουμε κιόλας.
Πώς θα μπορούσαμε να φέρουμε στο μυαλό μας ότι κάθε τοπική Εκκλησία αποτελεί ένα νοητό σπήλαιο όπου μέσα της ο Χριστός αενάως γεννάται κι εμείς που ανήκουμε σ’ αυτήν την Εκκλησία βιώνουμε τη μετοχή μας σ’ αυτό το γεγονός υπαρξιακά και ολοσώματα, μέσα στο νου μας, το σώμα και την καρδιά μας! Το μυστήριο του ένσαρκου Χριστού δηλαδή. Ίσως κάποια τέτοια εμπειρία να θυμόμαστε στα παιδικά μας χρόνια που με τον τρόπο της μας σημάδεψε. Είναι πάντοτε πολύτιμο το σεντούκι των αναμνήσεων, όταν σωστά εκτιμηθεί.
Ένας Ρουμάνος κληρικός κάποτε στην Κωνσταντινούπολη μου είπε το εξής: Το παρελθόν μας και οι αναμνήσεις μας πάτερ, αποτελούν τον παράδεισό μας, από όπου κανείς δε μπορεί να μας βγάλει. Αυτό βέβαια σημαίνει να κατανοεί κανείς το μυστήριο του χρόνου εν τη αιωνιότητι, όπου συγκεφαλαιώνονται τόσο το παρελθόν, όσο και το παρόν και το μέλλον. Τότε ο άνθρωπος αξιολογεί σωστά τα περιστατικά του βίου του και βλέπει την ευλογημένη παρουσία του Κυρίου δίπλα του ανά πάσα στιγμή. Καμία σχέση δεν έχει αυτό που λέμε εδώ με αγχωτικές καταστάσεις και πολέμους λογισμών που έχουν να κάνουν με διάφορες περιόδους της ζωής μας, και όπου η σχέση μας με το χρόνο διαταράσσεται.
Για να μιλήσω με ένα σύγχρονο παράδειγμα σχετικά, θα Σας αναφέρω το Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος στο σπουδαίο πολύτομο έργο του Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, μιλάει για μια τέτοια καλού τύπου κατάδυση στο παρελθόν, μάλιστα στην παιδική του ηλικία, από όπου αντλεί παρηγοριά, καλή παρηγορία, παραμυθία. Τον εγκωμιάζει ο δικός μας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, άλλωστε τον θεωρεί δάσκαλό του σε θέματα υφολογικά, λέγοντας ότι στις περιπτώσεις που συμβαίνει αυτό στον Προυστ, αντλεί παρηγορία από το φρέαρ της αιωνιότητας.
Μη βιαστούμε να μιλήσουμε γρήγορα για πλάνη εδώ, γιατί δε μπορούμε να φυλακίσουμε τη χάρη του Θεού, αφού τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ. Μπορούμε να κάνουμε την απλή σκέψη ότι ο Θεός μας, επειδή για όλους τους ανθρώπους σταυρώθηκε, για όλους πόνεσε και έχοντας υπόψη τις συχνές κρίσεις άσθματος του Μαρσέλ, εντεινόμενες μάλιστα από το υγρό και τραχύ κλίμα του Παρισιού, του έδινε κάποιες μορφές παρηγοριάς σαν κι’ αυτή. Εμείς θα Του βάλουμε όρια του Θεού μέχρι πού θα πάει;
Γιατί Σας τα λέω όλ’ αυτά; Για να Σας μιλήσω για το παρελθόν του ανθρώπου, ειδικά του εκκλησιαζόμενου, λαϊκού ή κληρικού, κατηχητή ή κατηχούμενου και για να Σας μεταδώσω κάτι. Κάνοντας κι εγώ με τη σειρά μου μια κατάδυση στο παρελθόν μου, θέλω να ευχαριστήσω το Θεό για τους ανθρώπους που γνώρισα σαν κατηχητόπουλο. Η μητέρα μου κι εγώ, να σκεφτείτε, είχαμε τον ίδιο κατηχητή. Έναν άνθρωπο ο οποίος αγαπούσε πολύ την Εκκλησία, πολύτεκνος, κουρέας κατά το επάγγελμα. Αποτελούσε για μας τότε, σημείο παρηγορίας και ενότητας.
Στα χρόνια της μητέρας μου, ανέβαινε η Κατηχητική Ομάδα στις φυλακές του Κορυδαλλού, συνήθως τα Χριστούγεννα, και έπαιζαν θεατρικά έργα προς ψυχαγωγία των εκεί φυλακισμένων! Κρεμόμασταν από τα χείλη του. Μιλούσε πολύ απλά. Μας μοίραζε τις γνωστές εικονίτσες και γράφαμε σ’ εκείνα τα πανέμορφα μπλε βιβλιαράκια το δίδαγμα και το ρητό. Είμασταν τότε πάνω από εξήντα-εβδομήντα παιδιά δημοτικού στην ενορία μας. Οι εκδρομούλες, οι γιορτές. Ύστερα ήρθε και το πιγκ-πονγκ, άλλες συζητήσεις, άλλες εμπειρίες.
Το ίδιο κρεμόμασταν από τα χείλη ενός άλλου σπουδαίου εκκλησιαστικού ρήτορα και ηγέτη, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου. Όμορφα χρόνια, με εκδηλώσεις, με ορατόρια, με παραστάσεις μέσα σε στάδια, από ήχο και φως, όπως το Η Σμύρνη καίγεται, που ανέβαζαν δάκρυα κατάνυξης στα μάτια σε χιλιάδες θεατές.
Ήρθαν κατόπιν τα χρόνια της αμφισβήτησης, ο λίβας που δοκίμασε σαν σε χωνευτήρι την προαίρεσή μας και τα όσα μάθαμε, το αυθεντικό υπόλοιπο όλων αυτών που απέμεινε ως μαγιά και για τους επόμενους και η δακρύβρεκτη επιστροφή, όπου όλα έχουν σημανθεί διαφορετικά, μέσα σ’ ένα σύννεφο δόξας και παρηγοριάς. Αλλά υπάρχουν και τα νεκρά, πλέον, υπόλοιπα των όσων αγαπήσαμε σαν δικλείδες ασφαλείας για να μην παλινδρομήσουμε.
Τί σήμαινε για μας τότε κατηχητής; Ελευθέριος Ζιόμπολας!
Τί σήμαινε δεσπότης; Νικαίας Γεώργιος! Η παρουσία τους στη ζωή μας ήταν η όντως Κατήχηση: μία ζωντανή παραπομπή στο Ζώντα Χριστό και το Σώμα Του, την Εκκλησία. Αρκεί μόνο το βλέπειν σε!
Θέλω να πω με όλ’ αυτά ότι σε μας τότε, νομίζω και τώρα και πάντα, έπαιζε, παίζει και θα παίζει ρόλο το πρόσωπο του Κατηχητή μας. Ποιος κάνει το κατηχητικό, σε ποιον αναθέτει η Εκκλησία δια του Επισκόπου την Κατήχηση. Ξέρουμε ότι στα πρώτα χριστιανικά χρόνια την Κατήχηση αναλάμβανε ο ίδιος ο Επίσκοπος. Αυτό δείχνει το πόση μεγάλη σημασία έδωσε η Εκκλησία στο Κατηχητικό έργο. Αξίζει να διαβάσουμε όλοι τα υπέροχα κείμενα του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων για να φανεί τι εννοούμε.
Στο πρόσωπο του Κατηχητή μας αναπαυόμασταν, στην καρδιά του φωλιάζαμε. Τον εμπιστευόμασταν. Βλέπαμε ότι το να κατηχεί ήταν γι’ αυτόν υπαρξιακή προσταγή, όπως λέμε. Η στάση του θύμιζε το παύλειο ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται, οὐαὶ δέ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι. Και, αν και γινόντουσαν και λάθη, πολλά λάθη κάποτε, τελικά η καλή του προαίρεση μάς άφηνε μία γεύση παρηγορίας και μιαν αίσθηση: αυτήν της αυθεντικότητας του προσώπου του.
Μεγάλο λοιπόν ρόλο παίζει η πνευματική, άρα και ψυχική και σωματική συγκρότηση του κατηχητή. Να έχει γαληνιάσει από σοβαρά πάθη, γιατί αν δεν μπορεί να «κάνει καλά» τον εαυτό του, πώς θα κατηχήσει τους άλλους; Ποια θα είναι τα αποτελέσματα της σποράς του; Πολλές φορές τέτοιου είδους εσωτερικές ατακτοποίητες καταστάσεις βγαίνουν προς τα έξω με μία διάθεση δημιουργίας ομάδων με φανατικό πνεύμα που εχθρεύονται οι μεν τις δε, ακόμα και μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Χώρια το ότι χρίουμε ως «καλά» παιδιά τα παιδιά του Κατηχητικού Σχολείου, ενώ τα άλλα παιδάκια που δεν πάνε στο Κατηχητικό είναι κακά παιδιά. Αντιλαμβανόμαστε όλοι πολύ καλά τι εννοώ και πόσο ολέθριο είναι στη σημερινή εποχή, εποχή προσλήψεως οτιδήποτε αυθεντικού εν Χριστώ υπάρχει σε οποιονδήποτε χώρο, ο Κατηχητής να καλλιεργεί μια τέτοια δυαλιστική-αιρετική αντίληψη στις ψυχές των παιδιών. Σήμερα είναι καιρός πρόκλησης, αλλά και πρόσκλησης για την Εκκλησία, να ανοιχτεί για να προσλάβει: αμαρτία η απουσία από το παρόν. Θα διαλεχθεί με τον οποιονδήποτε, όταν Της ζητηθεί. Όσο περισσότερο ανοίγεται και διαλέγεται, τόσο περισσότερο γίνεται και είναι Εκκλησία. Όσο περιχαρακώνεται και αμύνεται τόσο προσλαμβάνει το σωματειακό χαρακτήρα ενός club, που σημαίνει κλωβός, ένα κλουβί «σεσωσμένων» με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το πρώτο για το οποίο νομίζω πρέπει να μεριμνήσει ο Κατηχητής, είναι η μύηση των παιδιών στη λατρεία της Εκκλησίας μας. Ο ίδιος να εξομολογείται και να συμμετέχει ακωλύτως στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η ζωή του Χριστού να φανερώνεται ως δική του ζωή και να αποτελεί γεγονός της προσωπικής του ιστορίας. Να ζει ως προσωπική περιπέτεια την με λαχτάρα συνεύρεση μετά του Χριστού, κι’ αυτή τη λαχτάρα να μεταδίδει στα παιδιά. Να μην πάσχει από πνευματικές αγκυλώσεις ένεκα λογισμών καθαρότητας, και να έχει πάντα κατά νουν ότι η Εκκλησία ουδέποτε είχε πρόβλημα με τους αμαρτωλούς, όσο βαριά και να αμάρταναν, αλλά από τους νομιζόμενους καθαρούς, κατά το Ευαγγελικό λόγιο. Έτσι δε θα δημιουργεί στα παιδιά νευρώσεις συνδρόμων ενοχής και αμαρτιοφοβίας που τα ταλαιπωρούν αργότερα καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου τους.
Ειδικά πρέπει ο ίδιος να έχει απεμπλακεί από τα σύνδρομα ενοχής, που πολλές φορές μεταβάλλονται σε συμπλέγματα ψευδοενοχών τις οποίες έντεχνα εκμεταλλεύεται ο διάβολος για να εξουθενώσει μια ψυχή.
Αν τύχει και ο Κατηχητής είναι κιόλας ο Κληρικός που εξομολογεί τα παιδιά χρειάζεται να δείξει τη δέουσα προσοχή, ειδικά στην εφηβική και μετεφηβική ηλικία. Κατά την επιστροφή του Ασώτου, πέφτοντας αυτός στην πατρική αγκαλιά, ομολογώντας σε γενικές γραμμές την πτώση του, ντύνεται την πρώτη στολή και περνάει στη βασιλική τράπεζα. Δεν τον ρωτάει με λεπτομέρειες ο πατέρας, ούτε και τον παρακολούθησε βάζοντας εγκάθετους κατά τη διάρκεια της προσωπικής του περιπέτειας, αλλά τον καθιστά αμέσως συνδαιτημόνα του. Αντιθέτως ο Πρεσβύτερος γιος κρατάει λογαριασμό με τις πτώσεις του Ασώτου. Κατακρίνει, ίσως και συκοφαντεί, μισεί, εξουθενώνει. Γιατί; Επειδή ίσως ποτέ δεν ένιωσε την παρουσία του καλού Πατέρα στη ζωή του, πράγμα που αποτελεί ήδη εμπειρία για τον πρώην Άσωτο.
 Είναι πολύ σημαντικό να επιμένουμε ως Κατηχητές περισσότερο στη λύπη που προξενούμε στο Θεό με τις πτώσεις μας, γιατί ελεύθερα εμείς οι ίδιοι, δεν Τον αφήνουμε να κάνει αυτό που μανικά επιθυμεί: να μας αγκαλιάσει. Όχι διδασκαλία ενοχική. Η ενοχή έχει να κάνει με ψυχοσυναισθηματικά μεγέθη, δεν είναι σωστή πνευματικά στάση. Τολμώ να πω ότι ούτε η διάκριση καλών-κακών ενοχών διορθώνει αυτή τη στάση. Τί πάει να πει καλή ενοχή; Αυτή που θα με πάει στον εξομολόγο; Κι αν εκεί απαλλαγώ από την ενοχή είμαι καλός; Είναι αυτό αλήθεια ή ψευδαίσθηση;
Οι Πατέρες, ξέροντας πολύ καλά το παιχνίδι απωθήσεων-προβολών μάς προτείνουν, μέσα από τη βιοτή τους, να περάσουμε από τη νηπιώδη φάση καλών-κακών ενοχών και απουσίας-παρουσίας ενοχών στη δημιουργία, με τη χάρη του Θεού, ενός αισθήματος μονίμου πένθους στην καρδιά το οποίο δεν θα μας εγκαταλείπει ούτε όταν αμαρτάνουμε, ούτε -το κυριότερο- όταν δεν αμαρτάνουμε. Μας μαθαίνουν λοιπόν ότι είτε αμαρτάνει, είτε δεν αμαρτάνει ο ταπεινός βρίσκεται κάτω από όλους και όλα. Κανένας χώρος για τουπέ και για «πόζα». Ούτε όταν αμαρτάνει συνεπώς απελπίζεται, ούτε όταν δεν αμαρτάνει υπερηφανεύεται. Βρίσκεται πάντοτε υποκάτω πάσης κτίσεως. Άλλωστε οι εν αγνοία πτώσεις του ανθρώπου είναι πολύ περισσότερες από τις εν γνώσει, αλλά και ο Ίδιος ο Χριστός μιλάει για αμαρτία που γίνεται και μόνο με τη σκέψη. Πού υπάρχει, λοιπόν, χώρος για «καθαρότητα», όταν σε όλα φταίει αυτός που έφταιξε σε ένα; Ξέρει, συνεπώς, ο ταπεινός, ο άνθρωπος του Θεού, ότι όταν στέκεται εκεί που πρέπει, ο Θεός τον καλύπτει με τη χάρη Του και δε φαίνονται τα πάθη του, ενώ όταν πέφτει είναι η Χάρη που απομακρύνεται και τον αποκαλύπτει. Πού να σταθεί λοιπόν για να υπερηφανευτεί; Κι όταν μάλιστα ξέρει τα πλήθη των ανομιών του και των κακών του λογισμών και γνωρίζει ότι παρά ταύτα ο Θεός τον ανέχεται και τον επισκέπτεται γιατί τον αγαπά, γιατί είναι ο καλός πατέρας του, περισσότερο ταπεινώνεται και περισσότερο πενθεί, εν χαρά και αγαλλιάσει, βιώνοντας αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν χαρμολύπη.
 Αυτή η κατάσταση μονίμου πένθους  πρέπει να κατοικοεδρεύει στην καρδιά του Κατηχητή. Αυτή την κατάσταση πρέπει να περάσει σιγά-σιγά και στους Κατηχουμένους του. Αλλιώς δημιουργούνται σχέσεις αλληλεξαρτήσεων, νοσηρά φαινόμενα γκουρουισμού μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, έλλειψη σταυρικού φρονήματος, κλίμα ψυχολογικών υποβολών, ψυχαναγκασμοί κλπ. Κοντολογίς όποιος δε σταυρώνει τον εαυτό του θα σταυρώνει τους άλλους.
Επιμένω, βλέπετε, Σεβασμιότατε, σεβαστοί μου Πατέρες και αξιότιμοι κύριοι Κατηχητές πολύ στο θέμα της ψυχοπνευματικής προετοιμασίας του Κατηχητή θεωρώντας πάρα πολύ σημαντική μία τέτοια διακονία την οποία η Εκκλησία μας εμπιστεύεται. Άλλωστε η Κατήχηση αποτελεί όψη τόσο της Ποιμαντικής, όσο και της Ιεραποστολής. Επειδή οι ψυχές είναι συγκοινωνούντα δοχεία, ό,τι έχει κανείς, αυτό και μεταδίδει. Είναι πολύ λυπηρό σήμερα να συναντά κάποιος άντρες και γυναίκες, κατασταλαγμένους πνευματικά  να του λένε ότι γλύτωσαν από τις άσχημες επιρροές του Κατηχητικού, και βρήκαν την ησυχία τους, και να στέκουν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στο έργο της Κατήχησης. Να του λένε ότι γνώρισαν αγιασμένους κληρικούς και μοναχούς, όπως τον πατέρα Ιάκωβο Τσαλίκη ή το γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη και ένιωσαν τί σημαίνει η ελευθερία των τέκνων του Θεού που δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτά που έμαθαν στο Κατηχητικό.
Είναι πολύ λυπηρό επίσης να συναντά άντρες και γυναίκες που να του λένε ότι πάσχουν από μόνιμες φοβίες και συμπλέγματα ενοχών λόγω αυτών που άκουγαν στο Κατηχητικό. Οξύτατα ψυχολογικά προβλήματα που τους κάνουν να μην αισθάνονται και να μην είναι τελικά, κατάλληλοι ούτε για το γάμο, ούτε για το μοναχισμό.
Γι’ αυτό, ξαναλέγω, είναι πάρα πολύ σημαντικό το πρόσωπο που διακονεί ένα τέτοιο έργο.
Αν το πρόσωπο αυτό είναι όντως ευλογημένο, ευλογημένη αποβαίνει και η όλη διακονία του, χρειαζούμενη όσο ποτέ στους έσχατους καιρούς, όπου τα κηρύγματα της Νέας Εποχής τείνουν να αποκτήσουν ακαμψίαν αδριάντος και να γίνουν καθεστώς. Τα Κατηχητικά σχολεία αυτή την εποχή, αν προσεχθεί η όλη διαδικασία θα αποτελέσουν τους παροχείς των πνευματικών εμβολίων που θα εφοδιάσουν το Σώμα με τα απαραίτητα πνευματικά αντισώματα, ώστε όχι απλώς να αναχαιτίσουν τις κακές πνευματικές επήρειες οποθενδήποτε κι αν προέρχονται, αλλά να περάσουν στην και «αντεπίθεση», ας πούμε, και να μεταμορφώνουν εν τω αγαθώ και δια του αγαθού το κακό.
Δε φοβόμαστε οι Ποιμένες, Ιεραπόστολοι και Κατηχητές, όσο, αυστηροί όντες μόνο με τον εαυτό μας, επιεικέστατοι με τους άλλους, ζούμε σαν κέντρο και καρδιά της ύπαρξής μας την Ευχαριστιακή Τράπεζα, τη Θεία Λειτουργία. Είναι η καρδιά που στέλνει το ζωοποιό Αίμα σε όλο το Σώμα. Σκοπός του Κατηχητή, ας γίνει η με επίγνωση όλο και συχνότερη συμμετοχή του ιδίου, όσο και των παιδιών που κατηχεί στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η ερμηνεία επίσης, η συμμετοχή και η απόλαυση. Όλα τα άλλα πρέπει να συναρμολογούνται πέριξ αυτού του γεγονότος. Και το παιχνίδι και η ψυχαγωγία και η εκδρομή και η γιορτή και το κομπιούτερ, αν θέλετε, με κάποιες προσωπικές μου επιφυλάξεις. Άλλωστε πρέπει να ωριμάσει το παιδί για να καταλάβει την ευλογία, τολμώ να πω του Διαδικτύου, το πώς δηλαδή το Ίντερνετ μπορεί να αποβεί δεύτερος εκκλησιαστικός άμβωνας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην επαφή των παιδιών με το Διαδίκτυο, όντας καταρχήν προσεκτικοί εμείς οι ίδιοι.
Κάποτε, σε μία μου συνέντευξη, ένας δημοσιογράφος χρησιμοποίησε τη λέξη baby-parking για τις αίθουσες των Κατηχητικών σχολείων. Του δίνω ποσοστό δικαίου. Δεν είναι κακό το να λειτουργεί και έτσι. Σημασία έχει τη στιγμή που κάποιος «παρκάρει» το παιδί του στο χώρο της αίθουσας του Κατηχητικού, πού το αφήνει και ποιον συναντάει εκεί το παιδί του. Αν γίνεται καλή δουλειά, το παιδί σιγά-σιγά θα «κατηχήσει» με τον τρόπο του και τους γονείς του. Έχουμε περιπτώσεις σωστής κατηχητικής εργασίας στα παιδιά, η οποία μετά από λίγο καιρό, έφερε και τους γονείς στην Εξομολόγηση, στην παρακολούθηση Σχολών Γονέων και στη Θεία Ευχαριστία.
Έμαθα να μην είμαι επιεικής στους ανθρώπους, συγχωρέστε με, ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, όταν κάποιος, ούτε εγώ ο ίδιος, δε μαθαίνει από το λάθος του. Και δεν αφαιρώ την ευθύνη για την πτώση του (μου) κολακεύοντας τα αυτιά του (μου). Δεν αφαιρώ την ευθύνη από τον άλλον στον όνομα της οποιασδήποτε υπακοής στο πρόσωπό μου.
Με τόσες παρανοήσεις στην πνευματική ζωή, βλέπουμε ανθρώπους να μην αναλαμβάνουν την ευθύνη της όποιας λανθασμένης τους επιλογής λόγω «υπακοής» σε κάποιο Γέροντα. Ήρωες που τόσο υποφέρουν για την υπακοή που κάνουν στο Γέροντα! Αλλοίμονο και στο Γέροντα και σ’ αυτούς που κάνουν μια τέτοια «υπακοή», ακόμη και για τη μάρκα του αυτοκινήτου που θέλουν να αγοράσουν ή του σπιτιού στο οποίο θέλουν να μείνουν. Αλλοίμονο και σ’ αυτούς που «υπακούοντας» έτσι, κατηχούν άλλα πρόσωπα, είτε λαϊκοί είναι, είτε, ακόμη χειρότερα, κληρικοί.  Πρόκειται για νοσηρά γκουρουιστικά περιβάλλοντα, ουδεμία σχέση έχοντα με την Παράδοση της Εκκλησίας μας και που, δυστυχώς, ευδοκιμούν στους κόλπους της, ως νόθες μορφές πνευματικής ζωής, που αντιγράφουν, απλώς, εξωτερικά στοιχεία από μοναστικά περιβάλλοντα.
Συνήθως μάλιστα, αυτοί που απαιτούν μία τέτοιου είδους υπακοή, δεν έχουν κάνει ποτέ και πουθενά οι ίδιοι υπακοή, παρά μόνο στο λογισμό τους. Βλέπει μάλιστα κανείς πως δημιουργούν προβλήματα και στους κατά τόπους Επισκόπους, διότι επειδή το έργο τους είναι προσωποπαγές, αισθάνονται ότι κινδυνεύει από τον όποιο Επίσκοπο και τους συν αυτώ. Κάθε άλλο παρά Κατήχηση κατά Θεόν μπορεί να έχουμε εδώ.  
Τα παιδιά, βεβαίως και θα διδαχθούν το τί πρέπει και το τί δεν πρέπει. Οπωσδήποτε και θα μπουν ταμπέλες σαν οδοδείκτες σε κάποια πράγματα. Θα διδαχθούν από τους βίους των αγίων το φρόνημά τους, να μάθουν να λένε «όχι» σε κάποια πράγματα. Θα διδαχθούν την ευλογία της νηστείας. Της ελεημοσύνης, που είναι είδος νηστείας κι αυτή, ειδικά στη σημερινή εποχή της φοβερής πνευματικής κρίσης που μας μαστίζει και που αποτελεί λαμπρό στάδιο για την άσκηση αυτής της αρετής.
Θα τους μιλήσουμε επίσης και για την άσκηση στην Ορθοδοξία. Η Εκκλησία μας πρωτίστως είναι ασκητική. Αν δε μάθουν να λένε «όχι» σε κάποιες τροφές που τους αρέσουν, δε θα μπορούν να πουν «όχι» ούτε στους Εμπόρους των Εθνών που αργότερα πολύ πιθανό να χτυπήσουν την πόρτα τους, μέσα πχ από τα ναρκωτικά, μέσα από διάφορες αιρετικές-αποκρυφιστικές ομάδες και νεοεποχίτικες πρακτικές κλπ.
Έχει ειπωθεί, όχι άδικα, ότι την καλύτερη Κατήχηση προσφέρει στο παιδί η ζωή των γονέων του. Αν αυτή υπάρχει, συμφωνώ και επαυξάνω. Θα Σας αναφέρω την περίπτωση ενός υπερπολύτεκνου ζευγαριού γιατρών (με 8 ή 9 παιδιά) από τη Βόρειο Ελλάδα:
Μεσούσης της νηστείας των αγίων Αποστόλων το 1996, πέρασαν από τη Μητρόπολη. Εγώ, μην γνωρίζοντάς τους, υπέθεσα ότι είναι κάποιο Δημοτικό Σχολείο με τους δασκάλους τους! Μου εξήγησαν όμως ότι, επρόκειτο για οικογένεια, και μάλιστα σε ερώτησή μου για το θέμα της νηστείας μού απάντησαν πως όλοι ανεξαιρέτως πλην του μικρότερου, του Βενιαμίν της οικογένειας, ο οποίος έπινε και γάλα, έτρωγαν μόνο ψάρι τις μέρες που υπήρχε κατάλυση ιχθύος, και αλάδωτο τις Τετάρτες και τις Παρασκευές! Σε ερώτησή μου αν φοβήθηκαν μην προκύψουν προβλήματα υγείας και δίνοντας σημασία στην απάντησή τους διότι ήταν γιατροί, μου είπαν: «Από την πολυφαγία υποφέρει ο κόσμος, όχι από τη νηστεία, πάτερ. Κι αν ο Θεός το νερό της βροχής το κάνει κρασί στο αμπέλι και λάδι στην ελιά, γιατί δε θα μπορούσε να κάνει το ψωμί κρέας μέσα στα παιδιά μας, αν είναι ανάγκη»;! Εδώ βλέπουμε το μυστήριο της κατ’ οίκον Εκκλησίας εν πλήρει αναπτύξει. Εδώ ο Κατηχητής θα έλθει να συμπληρώσει την κατ’ οίκον Κατήχηση η οποία έχει ήδη ορθά και ευλογημένα ξεκινήσει.
Είναι σημαντικό επίσης, ο Κατηχητής να ενημερώνεται και από τα πορίσματα των Ανθρωπιστικών Επιστημών, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Κοινωνικής Ψυχολογίας, ώστε να γνωρίζει πώς λειτουργεί το παιδί και ο άνθρωπος με σύγχρονους όρους. Εννοείται όμως ότι στερεωτικό ιστό στις όποιες γνώσεις του θα προσδώσει η αγιότητα της ζωής του, η αγάπη του για την προσευχή και η συμμετοχή του στα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας.
Βασικό μέλημά του να είναι η κατά Χριστόν προκοπή των παιδιών που η αγάπη του Χριστού τού εμπιστεύτηκε δια του Επισκόπου του. Να αποτελεί ο ίδιος τη σαγήνη που προσκομίζει τα παιδιά στο Χριστό, όχι στον εαυτό του, για να φτιάξει την ομάδα του και να μιλάει μετά για τους εντός και τους εκτός της «σώζουσας» ομάδας του ή να κατασκευάζει μονίμως στο μυαλό του εχθρούς που τον επιβουλεύονται κι αυτόν και τα παιδιά του. Να νοιάζεται, να έχει δηλαδή έννοια, καημό, ας πούμε, για τον τρόπο ζωής του παιδιού. Όχι νοσηρή περιέργεια, όχι παρακολούθηση, όχι ανάθεση σε κάποια παιδιά της παρακολούθησης άλλων παιδιών, όπερ και το πιο καταστροφικό.
Να προσεύχεται γονατιστός και από μέσα και απ’ έξω, δακρύζοντας νοερά, αλλά και αισθητά για τα παιδιά του. Να δίνει τα ονόματά τους στην Ιερά Πρόθεση και να αναθέτει τα προβλήματά τους, που μπορεί να είναι προσωπικά, οικογενειακά, υγείας κα. στο Χριστό. Αλλοιωμένος ο ίδιος από τη χάρη του Θεού, να τα μαθαίνει να προσεύχονται. Είναι μεγάλη ανακούφιση και παρηγορία για τον Κατηχητή να έρχονται μετά από πολλά χρόνια παλιά του κατηχητόπουλα και να του λένε πως στις μεγάλες τους δυσκολίες, όσο μακριά κι αν βρέθηκαν, δεν ξέχασαν να φωνάζουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», που είχαν μάθει στο Κατηχητικό σχολείο, και πως ο Χριστός τελικά δεν τους εγκατέλειψε.
Να τους περάσει μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς τους το ήθος ενός λειτουργημένου ανθρώπου, για τον οποίο η Θεία Λειτουργία δε σταματάει μετά τη Θεία Λειτουργία. Εκκλησιοποιείται, ναοποιείται ο όλος άνθρωπος και όπου και να βρεθεί, σε ναό μέσα βρίσκεται. Τους συνανθρώπους του συν-εκκλησιαζομένους του τους βλέπει. Ως Εκκλησία βλέπει και τη φύση και την κτίση, γι’ αυτό και έχει το αρμόζον οικολογικό ήθος που αποτελεί απάντηση στη σύγχρονη κακοποίηση του περιβάλλοντος και της φύσης.
Ποιο από τα σύγχρονα προβλήματα που μαστίζουν τον άνθρωπο δεν είναι θεολογικό-πνευματικό; Διορθώνοντας λοιπόν τη στρεβλή θεολογία μας, πράγμα που πρέπει να εκφράζεται μέσα από τον τρόπο ζωής μας, χαρακτηριζόμενο από συνεχή και ολοένα και περισσότερο επιγινωσκόμενη μετάνοια, διορθώνονται και τα πέριξ. Και προβλήματα και καταστάσεις και άνθρωποι. Άλλωστε πάγιο και απλανές συμπέρασμα της μακραίωνης Ορθόδοξης Παράδοσής μας είναι ότι η κρυφή πνευματική εργασία που κάνει κάποιος στον εαυτό του, μετατρέπεται απορρήτως σε εργασία στον πλησίον του άνθρωπο. Γι’ αυτό και ένας μεγάλος Αγιορείτης των ημερών μας και αναβιωτής της αγιοπαλαμιτικής παραδόσεως στη σύγχρονη εποχή, ο γέροντας Ιωσήφ ο σπηλαιώτης και ησυχαστής λέει αυτό που κάθε χριστιανός, πολλώ μάλλον Κατηχητής, ακόμη δε περισσότερο Κληρικός των ημερών μας οφείλει να έχει υπόψη του: αν θέλεις να αλλάξει ο πλησίον σου σε κάτι που σε προβληματίζει, να απαλλαγεί από κάποιο πάθος του, κάνε προσευχή και με τη χάρη που θα αποκτήσεις διώξε το.
Για να καταπολεμήσουμε λοιπόν το οποιοδήποτε πάθος στον πλησίον μας άνθρωπο, οφείλουμε να χτυπάμε το ίδιο πάθος μέσα μας.
Έτσι ανοίγεται μπροστά μας ο κόσμος της προσευχής. Ο ασκητικός κόσμος της, σκάνδαλο σε μία κοινωνία σαν τη σημερινή με το νόμο της ήσσονος προσπάθειας να πρυτανεύει παντού. Απελπισία και αβεβαιότητα κυριαρχούν. Το σύστημα δημιουργεί υπάρξεις ανελεύθερες, ανάπηρες να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Όσοι τείναμε τη δεκαετία του ’80 προς τη λογοτεχνία διαβάζαμε το«1984» του Τζορτζ Όργουελ και εκπλησσόμαστε γιατί μας μίλαγε για ένα σύστημα που θα μας αλυσόδενε μέσα από πολλές απαγορεύσεις. Πού να υποπτευθούμε ότι θα υπήρχε κάτι ακόμη φοβερότερο: αυτό που «προφήτευσε» για τους καιρούς μας ο Άλντους Χάξλεϋ και μάλιστα περίπου μία εικοσαετία πρωτύτερα του Όργουελ στο «Θαυμαστό καινούριο κόσμο»: θα καταστραφούμε μέσα απ’ τις επιθυμίες μας. Τελικά αυτό είναι το εφιαλτικό: το σύστημα αφήνει αχαλίνωτη τη φαντασίωση και ανοίγει τη στρόφιγγα των επιθυμιών αδιάκοπα. Το σύστημα επίσης καλλιεργεί το ναρκισσισμό, αδιαφορώντας για την καλλιέργεια της σχέσης με τον άλλον άνθρωπο. Ο άλλος γίνεται αντικείμενο χρήσης, κατάχρησης και συμφέροντος. Παύει να είναι ένα άλλο πρόσωπο δημιουργημένο κατ’ εικόνα Θεού με το οποίο έρχομαι σε σχέση και κοινωνία και συνάντηση.
Συναντιόμαστε μεταξύ μας ως πρόσωπα εν τη Εκκλησία, αλλά η συνάντηση αυτή γίνεται μέσα στο Πρόσωπο του Χριστού, μέσα στο Σώμα Του και το Αίμα Του, που γίνονται ο χώρος μας και ο χρόνος μας ο προσωπικός και όλων μαζί, οπότε όλα τα μοιραζόμαστε. Μας παραλαμβάνει πάλιν και πολλάκις η Ναυς η από κατακλυσμού σώζουσα. Γι’ αυτό και ερχόμαστε στο Ναό: για να ιδωθούμε εν Χριστώ και ας αποφεύγουμε τις μεγαλοστομίες και κοινοτοπίες του τύπου «πηγαίνουμε στην εκκλησία για να αποκτήσουμε πνευματικότητα, πνευματική κατάσταση, καθαρότητα, να νιώσουμε όμορφα, να ξεχωρίσουμε …κλπ». Όλες αυτές οι απόψεις αποτελούν αν όχι με τη σύγχρονη ορολογία πουριτανικές και ηθικιστικές εξαγγελίες, κατά την Παράδοση πάντως επικίνδυνες νεστοριανικές και μονοφυσιτικές διαστροφές που καμιά σχέση δεν έχουν με Ορθόδοξη Θεολογία.
Αυτού του τύπου τις πνευματικές δυσλειτουργίες, πρέπει μέσα από τον προσωπικό του αγώνα να τις έχει ήδη παρακάμψει ο Κατηχητής, αποκτώντας ψυχοσωματική συγκρότηση και πνευματική κατάρτιση άριστες.  Αγιότητα βίου και ενημέρωση πάνω στη σύγχρονη κουλτούρα ταυτόχρονα, θα τον βοηθήσουν ώστε με τη χάρη του Θεού να εντοπίζει τα παραπάνω καρκινώματα πνευματικής ζωής και να τα θεραπεύει εκκλησιαστικώ τω τρόπω.
Να προβληματιστούμε, Σεβασμιότατε, σεβαστοί μου Πατέρες και αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί Κατηχητές, να προβληματιστούμε ξαναλέγω για το ότι οι άνθρωποι που εκκλησιάζονται δεν είναι χαρούμενοι. Τον βλέπεις κοινωνάει, νηστεύει υπεράγαν, δείχνει συνεχώς να προσεύχεται, υπερβάλλει σε εξωτερική δράση, ακόμη και κατηχητική, αλλά στο πρόσωπό του δεν υπάρχει χαρά. Γιατί;
Μήπως τα κάνει όλα αυτά για να ξεφύγει από μία αίσθηση κενού που τον βασανίζει; Τότε η όλη κατάσταση προσιδιάζει σε εργασιοθεραπεία ακηδιώντος.
Μήπως για να εξισορροπήσει δικές του άλλες εσωτερικές εκκρεμότητες που έχουν να κάνουν με πάθη αθεράπευτα και αχαλίνωτα; Αυτό θυμίζει μία φράση του πατρός Παϊσίου σε κάποιους φοιτητές που είχαν πάει να τον δουν σαν μέλη μιας χριστιανικής ομάδας δράσης και του το δήλωσαν. Ο γέροντας τούς απάντησε με νόημα: «Της βράσης είστε, όχι της δράσης» (!).
Μήπως τα κάνει όλ’ αυτά για να καταξιωθεί, να προαχθεί, να εξουσιάσει ίσως; Να κάνει να λάμψει στα πέρατα της Οικουμένης η Ελλαδική Ορθοδοξία ειδικά; Γιατί έχουμε και τέτοιου είδους εθνοφυλετικά παραληρήματα. Ας μη μας διαφεύγει όμως το γεγονός ότι ο Εθνοφυλετισμός έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία μας.
Έπειτα πώς να έρθει η χαρά, αφού σε όλες αυτές τις περιπτώσεις που προανέφερα υπάρχει έλλειψη αυθεντικού αισθήματος θυσιαστικής διακονίας; Πώς να έρθουν παιδιά στο Κατηχητικό; Πώς να μας εμπιστευτούν; Αφού δεν βρίσκουν χώρο μέσα μας. Δε βρίσκουν τον αυθεντικό άνθρωπο. Δε βρίσκουν στέγαση, παρηγορία, πατρική και μητρική αγκαλιά. Αφώλιαστα πουλιά ξεμακραίνουν, ίσως, κάποτε, και απογοητευμένα. Τι θα ωφελούνταν και να έρχονταν κοντά μας; Μήπως για να τους δημιουργήσουμε πλούσια συναισθηματική ανθοφορία που όμως μετά από λίγο φυλλορροεί και δε δένει καρπό;
Μας χρειάζονται πολλά δάκρυα. Άκουσα κάποτε έναν αγιασμένο κληρικό να μου λέει: «Πού θα βρούμε διακο-Εφραίμ πνευματικούς που κάθε νύχτα γονατίζουν και κλαίνε ώρες ενώπιον του Θεού για τα πάθη τους; Τέτοιοι πνευματικοί μας λείπουν, που να επιδίδονται σε πυρετώδη δράση επί του εαυτού τους, ενώ εξωτερικά να φαίνονται αδρανείς. Αυτοί κινούν ολόκληρη την Ιστορία, ανοίγουν και κλείνουν τους ουρανούς με τα χνώτα των προσευχών τους, καλύπτουν και τις δικές μας ελλείψεις. Κοίτα να συμμαζευτείς λίγο γιατί βλέπω κάποιον αέρα στην όλη συμπεριφορά και δράση σου. Λάθε βιώσας».
Ήμουν διάκονος και κατηχητής εκείνη την εποχή και η φράση ανήκε στο μακαριστό Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιο, τον άνθρωπο του Θεού, που συνήθιζε να κάνει αθρόα χρήση αρχαιοελληνικών χωρίων στα κηρύγματά του. Εδώ με συνέτισε με Επίκουρο: «Ζήσε στην αφάνεια» μου είπε δια του Επίκουρου και με προβλημάτισε τότε το γεγονός γιατί ομολογώ ότι μέσα από την κατηχητική και εκπαιδευτική μου δραστηριότητα τότε (ήμουν και δάσκαλος) κάλυπτα την ανάγκη μου να φαίνομαι κι εγώ σαν νέος και «πολλά υποσχόμενος» κληρικός, τάση που δεν πέρασε απαρατήρητη από τον έμπειρο πνευματικά Ιεράρχη.
Θα χρειαστούν ωδίνες πνευματικές για να κατανοήσει αυτός που διακονεί εμφανέστερα στο χώρο της Εκκλησίας ότι στο Θεό προσφέρουμε το τίποτά μας, την ουδενία μας να το πούμε πιο πατερικά, τις αποτυχίες μας στο να εφαρμόσουμε τις εντολές Του καίτοι αγωνιζόμαστε, καθώς και την προαίρεσή μας. Αυτή η συνεχής σπουδή πάνω στο βίωμα της αποτυχίας μας είναι εκείνη που σιγά-σιγά καταστρέφει όχι μόνο τη θετική εικόνα για τον εαυτό μας, και μας γλυτώνει από την υπερηφάνεια, αλλά και την αρνητική, η οποία είναι εξίσου ψευδής, και μας γλυτώνει από την απελπισία.
 Έτσι παύουν σιγά-σιγά να έχουν εξουσία οι λογισμοί και οι φαντασιώσεις μέσα μας γιατί χάνουν το ζωογόνο κέντρο τους που είναι το φαντασιακό εγώ, η εικόνα περί του εαυτού μας. Ο άνθρωπος φθάνει σε ένα σημείο, «φθάνει» με την έννοια της άφιξης, όπου αγωνίζεται με φιλότιμο και μεράκι, όχι ψυχαναγκαστικά -το ψυχαναγκαστικό δεν έχει χαρά-  όπου αφήνεται στο «έχει ο Θεός» και «ξέρει ο Θεός». Ο Θεός ξέρει όντως την εικόνα του ίδιου του σωστά αγωνιζόμενου κατηχητή και γι’ αυτό αυτός δε νοιάζεται. Δεν είναι δέσμιος πια αυτής της φαντασίωσης που λέγεται «καταξιωμένη δημόσια εικόνα», όπως την  εννοεί η κοινωνία σήμερα και που σκλάβοι της κυριολεκτικά γινόμαστε κληρικοί και λαϊκοί με αποτελέσματα καταστρεπτικά στην όλη πνευματική μας πορεία.
Είναι, θέλω να πω, ο άνθρωπος τότε μικρό παιδί χαρά γεμάτο. Και ότι και να κάνει έχει χάρη. Τη χάρη του Χριστού μας. Είτε κατηχεί, είτε συγγράφει, είτε λειτουργεί, είτε ψάλλει, είτε σπουδάζει, είτε εξομολογεί, είτε προσεύχεται, ενδύεται με την άκτιστη αίγλη του Χριστού. Τότε ο Θεός πληροφορεί τους ανθρώπους και πηγαίνουν κοντά του, ενώ αυτός κάθε νέα διακονία που του ανατίθεται τη βιώνει ως μία νέα αποτυχία, ένα νέο μηδενικό, που όμως ο εν Χριστώ αγώνας του δια της τηρήσεως των εντολών, οι οποίες κατὰ τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά «ιερουργικώς τον τελεσιουργούν εις ιερωτάτην μονάδα», φέρνει αυτή τη μονάδα δίπλα από το μηδέν και παίρνει «άριστα δέκα». Έτσι αισθάνεται όταν του προσάπτουν το «άριστα» στην όποια διακονία του: «ο άσσος από το Χριστό μας και το μηδέν από μένα, λέει. Επειδή συνέχεια Τον φωνάζω, με ντύνει ο Χριστός και με βλέπουν οι άνθρωποι όχι όπως πραγματικά είμαι, αλλά όπως θέλει ο Χριστός να είμαι. Κι έτσι χρησιμοποιώντας με προχωράει το έργο Του».
Εννοείται πως εδώ, επειδή έπεσε από πριν δυνατός πνευματικός καύσωνας με παραχώρηση Θεού, οπότε εξαφανίστηκαν και τα ελάχιστα ίχνη εγωισμού, δεν υπάρχει περιθώριο για κατάκριση απέναντι στον οποιονδήποτε άνθρωπο, όσο βαριά και αν αμαρτάνει. Επιμένω στην κατάκριση γιατί είναι η πνευματική ασθένεια της τραγικής πλειοψηφίας των «καλών» εκκλησιαζομένων χριστιανών, κληρικών και λαϊκών. Βλέπεις πληγωμένα πρόβατα του Χριστού να προσπαθούν να μπουν στη μάντρα για να σωθούν, κι εκεί μέσα να συναντούν λύκους που τα κατασπαράζουν με την κατάκριση. Βλοσυρές και άτεγκτες φυσιογνωμίες, βέβαιες για την καθαρότητα του βίου τους (από αγάπη για το Χριστό ή από συνήθεια άραγε;) κατακρίνουν ανθρώπους με «παρελθόν», ιδίως σαρκικών πτώσεων. Βλέπουν τη μετάνοιά τους και δαιμονίζονται, απλούστατα γιατί αυτοί ποτέ δεν είχαν μετάνοια. Τους είναι άγνωστη η λέξη, μπορεί να τους προσβάλλει κιόλας! Και για να θυμηθούμε το μακαριστό καθηγητή Κορναράκη της Ιεραποστολικής σε σχολιασμό του στους Όρους κατ’ επιτομήν του Μεγάλου Βασιλείου, αντιδρούν μετά μανίας στο άκουσμα τέτοιου είδους πτώσεων του πλησίον, ωσάν να βιώνουν σύνδρομο στερήσεως που δεν έκαναν κι αυτοί τα ίδια. Και μετά σου λέει, τόσα χρόνια στην Εκκλησία: «άνθρακες ο θησαυρός»!
Ας δούμε όμως πώς σκέπτεται ο αγιασμένος άνθρωπος για τον αδελφό που αμαρτάνει: «Δεν έχει τη χάρη του Χριστού ο αδελφός, γι’ αυτό και πέφτει. Έχω τη χάρη του Χριστού, γι’ αυτό και στέκομαι εκεί που πρέπει, αν και δεν εκτιμώ το δώρο αυτό όπως πρέπει. Αν είχε τη χάρη του Χριστού καλύτερός μου θα ήταν, θα την εκτιμούσε άλλωστε περισσότερο. Αν δεν είχα κι εγώ τη χάρη του Χριστού, χειρότερός του θα ήμουν».
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν ο άνθρωπος του Θεού θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο από όλους τους ανθρώπους  και το  πιστεύει και το ζει αυτό. Για τούτο και υπάρχει λόγος να κατοικοεδρεύει πλούσια η χάρη του Θεού στα βάθη της ύπαρξής του. Και προϊόντος του χρόνου, κάθε συμβάν, κάθε γεγονός, κάθε συνάντηση με τον οποιονδήποτε άνθρωπο, τον ωθεί προς αυτή την ατέρμονη κατεύθυνση: χωρίς να είναι ενήμερος τις πιο πολλές φορές, βυθίζεται συνεχώς σ’ αυτό που οι Πατέρες μας ονομάζουν άβυσσο ταπεινώσεως.
Από τέτοιους κληρικούς, μοναχούς, κατηχητές εν προκειμένω, δασκάλους, ψαλτάδες, λαϊκούς, γονείς, έχουμε ανάγκη σήμερα. Να αποπνέουν οσμήν νηστευτού και ευωδία προσευχομένου και κοινωνούντος.
Με όσα εκ δανείων θέλησα να καταθέσω στην αγάπη Σας και να κεντρίσω τους πυρήνες ευαισθησίας Σας, ευελπιστώ ότι δημιουργήθηκε ένας γόνιμος προβληματισμός. Το σημαντικό είναι ο καθένας να καταλάβει ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει μόνο από τον εαυτό του και την αμαρτία, όχι από άλλους ανθρώπους, όπως και αν του φέρονται, και προς αυτή την κατεύθυνση να στρέφει την προσοχή του.
Ο Κατηχητής, όντας ο ίδιος ανάπλεως μιας τέτοιας πνευματικής καταστάσεως, να την μεταγγίζει στους Κατηχουμένους. Να ταπεινώνεται και να ρωτάει  παλαιότερους και εμπειρότερους από αυτόν στο Κατηχητικό Έργο της Εκκλησίας, καθώς επίσης και τον Επίσκοπό του. Είναι σοβαρό πράγμα κάποιος να μη ρωτάει: ανήρ ασύμβουλος καθ’ εαυτού πολέμιος. Μόνο τότε όντως ουριοδρομεί το έργο του μέσα στην Εκκλησία, ως ανάσα του Αγίου Πνεύματος, μέσα δε σε αυτό το έργο, ταπεινούμενος όλο και περισσότερο, το Χριστό ανακαλύπτει, και σ’ Εκείνον αποδίδει κάθε ευόδωση της Κατήχησης: ω πρέπει πάσα η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι, νυν και εις τους απεράντους αιώνας, αμήν.

 

—————

Πίσω